ἀσχήμους

ἀσχήμους
ἄσχημος
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δύσορμος — δύσορμος, ον (Α) 1. αυτός που έχει άσχημους όρμους, αραξοβόλια («νῆσός ἐστι... δύσορμος ναυσίν», Αισχ.) 2. (για άνεμο) αυτός που κρατά πλοία στο λιμάνι, εμποδίζει την είσοδο ή την έξοδο 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ δύσορμα πετρώδη και δύσβατα… …   Dictionary of Greek

  • λέτσος — ο 1. άνθρωπος βρόμικος και κακοντυμένος, κουρελής 2. μτφ. α) άνθρωπος χωρίς αξία και σοβαρότητα β) άνθρωπος με άσχημους τρόπους και άσχημη εμφάνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lezzo «δυσωδία»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”